- τριημίπηχυς
- τρι-ημί-πηχυς, anderthalb Ellen lang
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
τριημίπηχυς — υ, Α αυτός που έχει μήκος ενός και μισού πήχεως. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίημι «ενάμισυ» + πῆχυς] … Dictionary of Greek
τριημιπηχιαίος — αία, ον, Α τριημίπηχυς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τριημίπηχυς + κατάλ. ιαῖος*] … Dictionary of Greek